στοιβήν

στοιβήν
στοιβή
thorny burnet
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στοιβή — και δωρ. τ. στοιβά, ἡ, ΜΑ σωρός, στοίβα («στοιβὴ λίθων», Ευοτ.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και νομευτικό φυτό ποτήριο το ακανθώδες, κν. γνωστό σήμερα και ως αφάνα 2. γέμισμα, ιδίως στρώματος ή προσκέφαλου 3. αρχιτ. το τμήμα τού κρηπιδώματος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”